- ταραγμένος
- -η, -ο, Νβλ. ταράζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
άυπνος — και άνυπνος, η, ο (AM ἄϋπνος, ον) [ύπνος] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί 2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί αρχ. 1. άγρυπνος, ακούραστος 2. φρ. «ύπνος άϋπνος» πολύ ελαφρύς… … Dictionary of Greek
έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός … Dictionary of Greek
έξορμος — η, ο (Α ἔξορμος, ον) [όρμος] αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, έξω από το λιμάνι αρχ. 1. ορμητικός 2. αναστατωμένος, ταραγμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔξορμον η ορμή … Dictionary of Greek
αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος … Dictionary of Greek
αλάλυγξ — ἀλάλυγξ ( υγγος), η (Α) λυγμός, πνιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι… … Dictionary of Greek
αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι … Dictionary of Greek
αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] … Dictionary of Greek